ΟΜΑΔΑ ΤΕΧΝΗ. 100 ΧΡΟΝΙΑ


Οι πρώτοι Έλληνες Μοντερνιστές και ο Ελευθέριος Βενιζέλος

07 Ιουνίου 2017 έως 28 Οκτωβρίου 2017

Συμπληρώνονται εφέτος 100 χρόνια από τη δημιουργία της περιώνυμης «Ομάδας τέχνη», που έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις όσων ασχολούνται με την ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης με τη γέννηση του μοντερνισμού στη χώρα μας. Ήταν πράγματι τόσο καταλυτικός ο ρόλος που διαδραμάτισε η «Ομάδα τέχνη» στα λίγα χρόνια που έδρασε; Έφερε καινούριο πνεύμα στην κουρασμένη από την πολύχρονη κυριαρχία της Σχολής του Μονάχου καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας; Πόσο «πρωτοπόροι» μπορούν να χαρακτηριστούν οι δημιουργοί της; Ποια είναι η σχέση της με την πολιτική του Βενιζέλου, που αγκάλιασε την πρωτοβουλία των νέων καλλιτεχνών από την πρώτη στιγμή;

Είχε αντίκτυπο και συνέχεια η δράση τους ακόμη και μετά τη διάλυση του σχήματος; Σοβαρές μελέτες και μια σημαντική διδακτορική διατριβή, που υποστηρίχτηκε στη Σορβόννη, έχουν ρίξει φως τα τελευταία χρόνια στις συνθήκες δημιουργίας της Ομάδας, στην καλλιτεχνική ταυτότητα των μελών της, στη δράση και στην υποδοχή της από τη σύγχρονη κριτική.

Η επέτειος της εκατονταετηρίδας από τη δημιουργία και την πρώτη έκθεση της Ομάδας προσφέρει την ευκαιρία για μια καινούρια θεώρηση, που ξεκινά από τα ίδια τα έργα. Η επετειακή έκθεση που αφιερώνει η Εθνική Πινακοθήκη σ’ αυτή την πολλαπλά σημαίνουσα επέτειο σκοπεύει να ανασυστήσει, στο μέτρο του δυνατού, τις τρεις εκθέσεις που αποτέλεσαν τις κορυφαίες εκδηλώσεις της Ομάδας: την πρώτη εμφάνισή της τον Δεκέμβριο του 1917 στα γραφεία της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, τη συμμετοχή της στην ελληνογαλλική έκθεση, που έγινε στις αίθουσες της διαφημιστικής εταιρείας «Ανατολή» στις αρχές του 1919, και κυρίως εκείνη που οργανώθηκε στο Παρίσι στην γκαλερί “La Boétie” τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.

Τι μπορεί να σημαίνει για έναν ανυποψίαστο θεατή το σαλόνι με τα παράταιρα έπιπλα, τα ανατολίτικα χαλιά, τις ανθοστήλες με τις προτομές και τους πίνακες που συνωστίζονται στους τοίχους; Είναι μήπως το σπίτι ενός συλλέκτη; Η φωτογραφία που μας δημιουργεί αυτή την απορία θα γιορτάσει τα 100 της χρόνια τα Χριστούγεννα του 2017. Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη στιγμή. Και οι δυο ξύλινες παλιές πολυθρόνες δεν βρίσκονταν τυχαία εκεί. Προορίζονταν, εικάζω, για τα δυο υψηλά πρόσωπα που αναμένονταν να επισκεφτούν τον χώρο σε λίγο. Οι «εικόνες» τους είχαν προηγηθεί: αναφέρομαι στις προτομές του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου του Γρηγορίου Ζευγώλη, καθώς και του βασιλέα Αλεξάνδρου, που διακρίνεται στο βάθος, αλλά και της μέλλουσας συζύγου του Ασπασίας Μάνου, αριστερά στη φωτογραφία, έργα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου. Και οι δυο,
πρωθυπουργός και βασιλέας είχαν αναλάβει πρόσφατα τα καθήκοντά τους, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου και την αντικατάστασή του από τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Η κοινή παρουσία τους σ’ αυτό τον χώρο έστελνε πολλαπλά μηνύματα, πολιτικά και πολιτιστικά.

Ποια ήταν όμως η αίθουσα αυτή και με ποια ευκαιρία δέχτηκε την επίσκεψη τόσο υψηλών
προσώπων, και μάλιστα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1917; Η αίθουσα ανήκε στην εφημερίδα Ελεύθερος τύπος, όργανο του κόμματος των Φιλελευθέρων, με διευθυντή τον φωτισμένο δημοσιογράφο Ανδρέα Καβαφάκη, ο οποίος ήταν όχι μόνο ο οικοδεσπότης αλλά και ο χορηγός της έκθεσης. Γιατί πράγματι τα γραφεία της εφημερίδας φιλοξενούσαν την πρώτη εμφάνιση της περιώνυμης «Ομάδας τέχνη», που συγκέντρωνε στους κόλπους της τους έλληνες μοντερνιστές των αρχών του 20ού αιώνα.

Η «Ομάδα τέχνη» δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Νικολάου Λύτρα (1883-1927), γιου του γενάρχη της Σχολής του Μονάχου Νικηφόρου Λύτρα. Ο Νικόλαος ήταν τότε τριάντα τεσσάρων χρονών και είχε ήδη καθιερωθεί ως μοντέρνος ζωγράφος με τολμηρές καινοτομίες στο έργο του. Μετά τη Σχολή Καλών Τεχνών είχε σπουδάσει στο Μόναχο, αλλά η βαυαρική πρωτεύουσα δεν ήταν πλέον η ίδια που είχαν γνωρίσει οι ζωγράφοι της ομώνυμης σχολής. Ο νέος καλλιτέχνης βρισκόταν στο Μόναχο (1907-1911) τα χρόνια που θριάμβευε ο «Γαλάζιος καβαλάρης», με εκπροσώπους όπως οι Καντίνσκυ, Κλέε, Γιαβλένσκυ, Μαρκ, Μάκε, κ.ά., ενώ είχε προηγηθεί ο Εξπρεσιονισμός της
«Γέφυρας». Το έργο του αντιπροσώπευε έναν ήπιο μεσογειακό εξπρεσιονισμό με δυνατά χρώματα και παστόζικη χειρονομιακή γραφή.

Οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες της Ομάδας ήταν συνομήλικοι και φίλοι του Λύτρα. Είχαν γεννηθεί γύρω και μέσα στη δεκαετία του 1880, εκτός από τον πρεσβύτερο Οδυσσέα Φωκά (1857-1946) και τον νεότερο Περικλή Βυζάντιο (1893-1974). Ανάμεσά τους θα συναντήσουμε λαμπρά ονόματα καταξιωμένα από την αγέρωχη θεά της υστεροφημίας, όπως ο Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), ή ο Κωνσταντινοπολίτης Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928), άξιους ζωγράφους με έργο λιγότερο προβεβλημένο, όπως ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (1881-1955), ο Κερκυραίος Λυκούργος Κογεβίνας (1887-1940), ο Νικόλαος Οθωναίος (1877-1950), ο Όθων Περβολαράκης (1887-1974). Στα πιο αφανή μέλη της Ομάδας ανήκαν οι Σταύρος Καντζίκης (1885-1958) και Δημήτριος Στεφανόπουλος (1881-1932). Δυο γλύπτες συμπλήρωναν την Ομάδα: ο Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974), που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή του
μοντερνισμού στη γλυπτική, τόσο με το έργο του όσο και με τη διδασκαλία του ως καθηγητής στην ΑΣΚΤ, και ο λιγότερο γνωστός και πιο παραδοσιακός Γρηγόριος Ζευγώλης (1886-1950). Άλλοι από τους καλλιτέχνες της Ομάδας είχαν κάμει μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο και άλλοι στο Παρίσι.

Ο Παρθένης είχε σπουδάσει ζωγραφική και μουσική στη Βιέννη από το 1896 έως το 1903, ενώ αργότερα έζησε και στο Παρίσι (1909-1911), όπου συμμετείχε σε διάφορα σαλόν. Το έργο του μαρτυρεί τη βαθιά επίδραση που άσκησαν πάνω του το κίνημα της βιεννέζικης Secession, του Συμβολισμού αλλά και οι μεταïμπρεσιονιστικές τάσεις που γνώρισε στη γαλλική πρωτεύουσα. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διέμεινε στην Κέρκυρα έως το 1917. Παρά το γεγονός ότι είχε ενεργό παρουσία στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας στην αρχή του αιώνα και το έργο του είχε γίνει δεκτό με ενθουσιασμό από τους καλλιτεχνικούς κύκλους, τα χρόνια της απουσίας του ήταν αρκετά για να τον λησμονήσουν. Έτσι χρειάστηκε να παρέμβει ο Λυκούργος Κογεβίνας για να γίνει δεκτός στην Ομάδα, όπου οι πίνακές του προκάλεσαν βαθιά αίσθηση.

Όλα τα μέλη της Ομάδας ανήκαν πριν στον «Σύνδεσμο των Ελλήνων Καλλιτεχνών», που είχε ιδρυθεί το 1910 και συγκέντρωνε όλους σχεδόν τους εικαστικούς της εποχής με προεξάρχοντες τους ακαδημαïκούς καλλιτέχνες, παρά την εκπροσώπηση και των νέων τάσεων. Πρόεδρος του Συνδέσμου ήταν ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος χαιρέτισε την ίδρυση της Ομάδας με τη γνωστή του γενναιόδωρη προσήνεια. Οι καλλιτέχνες του Συνδέσμου παρουσίαζαν τα έργα τους κάθε δυο χρόνια στις Πανελλήνιες εκθέσεις. Ήδη από το 1915 είχαν αρχίσει να διαφαίνονται διασπαστικές τάσεις ανάμεσα στα μέλη του Συνδέσμου, που οφείλονταν είτε σε διαφορές καθαρά καλλιτεχνικές είτε σε πολιτικούς λόγους. Να μην ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά του εθνικού διχασμού, με τα δυο
αντίπαλα στρατόπεδα των βενιζελικών και των βασιλικών να αλληλοσπαράσσονται.

Σε μια παρεξήγηση κατά την προετοιμασία της Πανελλήνιας του 1917 οφείλεται η αποχώρηση του Νικολάου Λύτρα από τον Σύνδεσμο και η απόφασή του να δημιουργήσει την «Ομάδα τέχνη». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι καλλιτέχνες που κλήθηκαν να τη συγκροτήσουν φαίνεται ότι ασφυκτιούσαν ανάμεσα στους εκπροσώπους της παλιάς σχολής και θέλησαν έτσι να δηλώσουν τις ανανεωτικές τους τάσεις και τη ρήξη τους με το καλλιτεχνικό κατεστημένο. Ακόμη και η επιλογή της αίθουσας όπου παρουσιάστηκε η πρώτη έκθεση της Ομάδας, στα γραφεία της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, είναι δηλωτική μιας ρήξης και παραπέμπει, συνειρμικά, στην πρώτη έκθεση των Ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι, που οργανώθηκε κι εκείνη σε έναν απρόβλεπτο χώρο, στο φωτογραφείο του Νadar. Οι επίσημες εκθέσεις της Αθήνας φιλοξενούνταν συνήθως είτε στο Ζάππειο είτε στον Παρνασσό.

Ας δούμε τώρα την πολιτική διάσταση του γεγονότος πριν εξετάσουμε τη σημασία του από καθαρά καλλιτεχνική και τεχνοïστορική άποψη. Η έκθεση εγκαινιάστηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1917 με λαμπρότητα και επισημότητα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, παρουσία του νεαρού βασιλέα Αλεξάνδρου, του υπουργού Μεταφορών Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, του υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη και πλήθους κόσμου. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο Βενιζέλος παρέμεινε πολλή ώρα στην έκθεση, συνομίλησε με τους καλλιτέχνες, υποσχέθηκε να λάβει μέτρα για την ενίσχυση των τεχνών και έδωσε εντολή να αγοραστούν έργα από την έκθεση, που ακόμη και σήμερα φιλοξενούνται στη Λέσχη των Φιλελευθέρων. Το ενδιαφέρον της νέας κυβέρνησης για την τέχνη των προοδευτικών καλλιτεχνών εγγράφεται μέσα στο πλαίσιο
του ευρύτερου εκσυγχρονιστικού προγράμματος του κόμματος των Φιλελευθέρων, που εκδηλώθηκε κυρίως στον χώρο της παιδείας με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Η έκθεση γνώρισε πολύ μεγάλη ανταπόκριση τόσο στον Τύπο, όπου οι κριτικές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν διθυραμβικές, όσο και στο κοινό που κατέκλυζε κάθε μέρα τη μικρή αίθουσα της έκθεσης, ενώ πουλήθηκαν και πολλά έργα, τα οποία οι καλλιτέχνες φρόντιζαν να αντικαταστήσουν. Ο Τύπος αναγνωρίζει το «νεωτεριστικό» στοιχείο των έργων, τον «ψυχικό δεσμό» που ενώνει τους καλλιτέχνες της Ομάδας και χαιρετίζει το νέο πνεύμα, που υπόσχεται λαμπρό μέλλον για την ελληνική τέχνη. Μαλέας, Λύτρας και Κογεβίνας προκαλούν εγκωμιαστικά σχόλια, ενώ ο Παρθένης αποθεώνεται ως η αποκάλυψη της έκθεσης. Δεν λείπουν βέβαια και οι αρνητικές κριτικές, που είναι εξαιρετικά δηλωτικές, γιατί σ’ αυτές ανιχνεύονται εγκυρότερα τα νεωτερικά στοιχεία που το
κοινό δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί λόγω «αισθητικής απόστασης» (écart esthétique), σύμφωνα με τη θεωρία της υποδοχής.

Είχε πράγματι «ομοιογένεια» η έκθεση, όπως διαπίστωνε ο Π. Νιρβάνας στο εγκωμιαστικό άρθρο του στην Εστία (18/1/1918); Τα μόνα κοινά στοιχεία στα έργα της έκθεσης ήταν ο υπαιθριστικός τους χαρακτήρας, τα εαρινά τους χρώματα και τα μεταïμπρεσιονιστικά ιδιώματα από όπου αντλούσαν κατά κύριο λόγο έμπνευση οι δημιουργοί τους. Παρά τις αναπόφευκτες ξένες επιδράσεις, στους περισσότερους καλλιτέχνες ανιχνεύεται η προσπάθεια να αποδώσουν με χρώμα την ιδιαίτερη ποιότητα του ελληνικού φωτός, ένα αισθητικό και ιδεολογικό αίτημα που απασχολούσε τους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους από την αρχή του αιώνα. Στους πίνακες του Νικολάου Λύτρα περιλαμβάνονταν τοπία χτισμένα με αποφασιστική πινελιά, φωτεινά χρώματα και έντονα κοντράστα και πορτρέτα όπου η ρωμαλέα γραφή αναδείκνυε τον χαρακτήρα του προσώπου. Λύτρας
και Παρθένης αποτελούσαν αναμφίβολα το πιο πρωτότυπο, το πιο μοντέρνο δίδυμο της έκθεσης.

Τα έργα του Παρθένη μαρτυρούν την πολύτροπη και πολύμορφη εκπαιδευτική του περιπλάνηση ανάμεσα στη Βιέννη και στο Παρίσι. Μπορεί οι πηγές της έμπνευσής του να είναι πρόδηλες, αλλά η αναζήτηση μιας ανώτερης πνευματικότητας, που μεταρσιώνει τη γραφή και εξαϋλώνει τα ζωγραφικά ίχνη, αποτελεί την ανεξίτηλη σφραγίδα δωρεάς του μοναδικού του ύφους. Στους πρώιμους πίνακές του αναγνωρίζουμε την έντονη μνήμη των ζωγράφων της βιεννέζικης Seces-sion, ιδιαίτερα του Gustav Klimt, με ποιητικά και διακοσμητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το προσωπικό του ιδίωμα. Οι αρχαιοπρεπείς μορφές που εισάγει στις συνθέσεις του κατάγονται από τον γαλλικό Συμβολισμό και κυρίως από τον Maurice Denis, αλλά αποπνέουν αυθεντικό ελληνικό άρωμα. Μερικά έργα του προαγγέλλουν τις ισχυρές σχηματοποιήσεις της ωριμότητάς του.

Στον Μαλέα και στον Κογεβίνα αναγνωρίζουμε την επίδραση των Φωβ και των Ναμπί. Και οι δυο, αλλά κυρίως ο Μαλέας, εκδηλώνουν ξεχωριστή προσήλωση στις καμπύλες της Αρ-νουβώ. Ο Περικλής Βυζάντιος απεικονίζει με τρόπο ατμοσφαιρικό εικόνες της μποέμικης παρισινής ζωής, ενώ ο Περβολαράκης αποτυπώνει ευχάριστα και ανάλαφρα ενσταντανέ εμπνευσμένα από την τέχνη της αφίσας.

Η «Ομάδα τέχνη» δεν πρότεινε ασφαλώς τίποτε ριζοσπαστικό σε σχέση με τα ευρωπαïκά κινήματα της πρωτοπορίας, που είχαν ήδη ολοκληρώσει τις επαναστατικές ανατροπές τους: Φωβισμός, Εξπρεσιονισμός, Κυβισμός, Φουτουρισμός, Αφαίρεση, Ρωσική πρωτοπορία, Κονστρουκτιβισμός, Σουπρεματισμός, Ντανταïσμός. Οι καλλιτέχνες της Ομάδας φαίνεται να αγνοούν όλα αυτά τα κινήματα ή να αισθάνονται ότι το κοινό της χώρας μας είναι απροετοίμαστο να τα δεχτεί. Παρ’ όλα αυτά η κίνησή τους να αποσχισθούν από τον Σύνδεσμο, να συγκροτηθούν σε διακεκριμένη ομάδα, να παρουσιάσουν το έργο τους σε χωριστή έκθεση δηλώνει ότι είχαν συνείδηση της διαφοράς τους και
του νέου πνεύματος που αντιπροσώπευαν, και αυτό το μήνυμα κατάφεραν να το μεταδώσουν και στο κοινό. Άλλωστε τα κινήματα της πρωτοπορίας δεν έμελλε να φτάσουν στην Ελλάδα παρά πολύ αργότερα.

Εξαιρετικά σημαίνουσα, όχι μόνο από καλλιτεχνική αλλά και από πολιτική άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία έκθεση της «Ομάδας τέχνη», που οργανώθηκε στο Παρίσι, στην γκαλερί “La Boétie” και εγκαινιάστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1919 από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα για το Συνέδριο της Ειρήνης. Με την έκθεση αυτή φαίνεται να τίθεται σε εφαρμογή ένας νόμος της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων (1598/1919), που προέβλεπε την οργάνωση εκθέσεων στο εξωτερικό για την προβολή της χώρας. «Η έκθεση έργων Ελλήνων καλλιτεχνών», επιβλητική σε μέγεθος, περιλάμβανε 200 έργα ζωγραφικής, χαρακτικής και γλυπτικής. Από την αρχική ομάδα απουσίαζαν οι ζωγράφοι Βυζάντιος, Οθωναίος, Περβολαράκης και Τριανταφυλλίδης, ενώ είχαν προστεθεί τέσσερα νέα μέλη, οι Δημήτρης Γαλάνης, Μάρκος Ζαβιτσιάνος, Σταύρος Παπαπαναγιώτου και Παύλος Ροδοκανάκης. Τη μεγαλύτερη παρουσία στην έκθεση είχαν εξασφαλίσει οι ζωγράφοι Κογεβίνας με 45 έργα, ενώ ο Μαλέας και ο Παρθένης εκπροσωπούνταν με 30 πίνακες ο καθένας. Σχεδόν μικρές αναδρομικές.

Ποια αίσθηση προκάλεσαν οι Έλληνες καλλιτέχνες στο γαλλικό κοινό και κυρίως στους κριτικούς, που κάλυψαν ευρύτατα το γεγονός; Η γενική εντύπωση ήταν μάλλον αρνητική, γιατί η έκθεση δεν ανταποκρινόταν στον φαντασιακό ορίζοντα προσδοκίας που είχαν καλλιεργήσει για τη χώρα μας. Οι Γάλλοι περίμεναν να δουν είτε μια τέχνη φολκλορική με άρωμα Ανατολής είτε μια αντανάκλαση του αρχαίου κλέους. Αυτό τουλάχιστον ομολογούν. Και όμως το ασκημένο βλέμμα τους μπόρεσε να διακρίνει στον Λύτρα «έναν ρωμαλέο προσωπογράφο», στον Παρθένη «έναν καλλιτέχνη με πολλά προσόντα», με ένα ύφος ποιητικό, ενίοτε διακοσμητικό, άνετο, ευφυές και ευαίσθητο· στον Γαλάνη αναγνωρίζουν τη μεγαλύτερη ωριμότητα και την πιο ισχυρή γαλλική επίδραση και σε μερικούς άλλους διαπιστώνουν αξιοπρόσεκτες αρετές.

Η αξία της έκθεσης του Παρισιού έγκειται στην απόφαση ενός ευφυούς και καλλιεργημένου πολιτικού, του Ελευθερίου Βενιζέλου, να συνδέσει μια μεγάλη ιστορική στιγμή, όπως ήταν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και το Συνέδριο της Ειρήνης, με ένα καλλιτεχνικό γεγονός που αποσκοπούσε να προβάλει τις πνευματικές δυνάμεις της σύγχρονης Ελλάδας και την τέχνη ως άνθος της ειρήνης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Georges Clémenceau, πρωταγωνιστής στο Συνέδριο της Ειρήνης, φίλος και ίσως πρότυπο του Βενιζέλου στην προάσπιση των πρωτοποριακών τάσεων στην τέχνη, έπειθε τον ίδιο καιρό και για τον ίδιο σκοπό τον φίλο του Claude Monet να προσφέρει στο γαλλικό κράτος τις υπέροχες Νυμφαίες του, που κοσμούν σήμερα το Musée de l’ Orangerie στο Παρίσι.

Η έκθεση που αφιερώνουμε στην ιστορική «Ομάδα τέχνη» δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη συνεργασία της αγαπητής συναδέλφου Όλγας Μεντζαφού-Πολύζου, επίτιμης Διευθύντριας Συλλογών της ΕΠΜΑΣ, η οποία είχε τη γενική επιμέλεια της διοργάνωσης. Η μακρά έρευνα που είχε διεξαγάγει επί σειρά ετών μας βοήθησε να εντοπίσουμε τα διασκορπισμένα σε μουσεία και συλλογές έργα, ενώ το πολύτιμο αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει μας επέτρεψε να ανασυστήσουμε το ιστορικό πλαίσιο και την κριτική υποδοχή της έκθεσης. Τη συγχαίρω και την ευχαριστώ θερμά. Ο εμπνευσμένος μουσειογραφικός σχεδιασμός της έκθεσης οφείλεται στην
αρχιτέκτονα, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ Σόνια Χαραλαμπίδου. Τη φωτογράφηση των έργων εκτέλεσαν με άψογο τρόπο ο Σταύρος Ψηρούκης, φωτογράφος της ΕΠΜΑΣ, και η Θάλεια Κυμπάρη. Ο ευρηματικός σχεδιασμός και η λαμπρή τυπογραφική εμφάνιση του καταλόγου οφείλονται στη φροντίδα και τη γνώση του Θύμιου Πρεσβύτη και του Θοδωρή Αναγνωστόπουλου. Την επικοινωνία της έκθεσης κάλυψε με αφιλοκερδή ζήλο η βοηθός μου, Ειρήνη Τσελεπή. Τους ευχαριστώ όλους θερμότατα.

Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω στη φίλη κυρία Κατερίνα Δελλαπόρτα, Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, η οποία δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να φιλοξενήσει την έκθεση στους υπέροχους χώρους του ιστορικού μουσείου, καθώς και στους συνεργάτες της, για την υποστήριξη της  έκθεσης.  Οι  εργασίες  επέκτασης  και  εκσυγχρονισμού  του  κτηριακού  συγκροτήματος  της Εθνικής Πινακοθήκης, που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν μας επέτρεψαν να στεγάσουμε την έκθεση στους οικείους χώρους.

Η έκθεση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη γενναιόδωρη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, μεγάλου ευεργέτη της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου. Οφείλουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Πρόεδρο του Ιδρύματος κ. Ανδρέα Δρακόπουλο, στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στους πολύτιμους συνεργάτες τους για τη σταθερή υποστήριξη του έργου και των δράσεων του μουσείου μας.
Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στον κ. Δημήτριο Μαντζούνη, Διευθύνοντα Σύμβουλο της ALPHA BANK, που δέχτηκε με προθυμία να επιχορηγήσει την έκδοση του καταλόγου, και στην αγαπητή συνάδελφο και φίλη κυρία Ειρήνη Οράτη, Επιμελήτρια της συλλογής της Τράπεζας, για την ενθουσιώδη και έμπρακτη υποστήριξη της έκθεσης.


Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα
Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου


Επιμέλεια έκθεσης: Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα / Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου
Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Σόνια Χαραλαμπίδου