Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο :: Φίλοι του Μουσείου .::. Διαλέξεις .::. 2013

2013


«Κήπος και Παράδεισος. Μεταφορά και Πραγματικότητα»

Ώρα έναρξης διαλέξεων: 19:00


Ο Σύλλογος των Φίλων του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου με αφορμή την έκδοση του ημερολογίου του Μουσείου για το έτος 2013 «Κήπος και Παράδεισος. Μεταφορά και Πραγματικότητα», διοργανώνει ομότιτλο κύκλο διαλέξεων:

27/02/2013
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΗ
Καθηγήτρια βυζαντινής Ιστορίας και Βυζαντινού Πολιτισμού
«Ειδυλλιακή φύση και βυζαντινή πόλη: αναζήτηση χαράς και δημιουργική φαντασία»

Η βυζαντινή πόλη εγκωμιάζεται σε λογοτεχνικές περιγραφές και ρητορικούς λόγους όχι μόνον για την αρχιτεκτονική της μορφή, τα πνευματικά, πολιτικά και στρατιωτικά επιτεύγματα των κατοίκων της, αλλά και για το φυσικό της περιβάλλον.

Η φύση που πλαισιώνει την πόλη προβάλλεται με ποικίλες ειδυλλιακές εικόνες, γλαφυρές μεταφορές και ποιητικές εξάρσεις. Καθώς αυτές οι περιγραφές στολίζουν τον λόγο με την ποιητική ένταση του φανταστικού και με τη γοητεία των λυρικών εικόνων της φύσης, οδηγούν στην αισθησιακή μέθεξη του κόσμου της φύσης.

Η αισθητική αυτή της ρητορικής, όταν συνδέεται με εκκλησίες δημιουργεί μια θριαμβική αναφορά στην θεϊκή υπόσταση της φύσης, ενώ άλλοτε αποδίδει την πολιτική ισχύ της Κωνσταντινούπολης, άλλοτε, στα πρόθυρα της Αναγέννησης, εκφράζει τη χαρά των αισθήσεων και άλλοτε πάλι επιμένει να συνδέει τη φύση με την ανθρώπινη πνευματικότητα, την περισυλλογή και την πνευματική ολοκλήρωση —ένα καθαρά βυζαντινό στοιχείο.

Βιογραφικό σημείωμα
Η Ελένη Σαράντη είναι καθηγήτρια της βυζαντινής ιστορίας και του βυζαντινού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Έχει εργαστεί και έχει διδάξει κλασικές και βυζαντινές σπουδές σε ελληνικά και ξένα Πανεπιστήμια (Αθηνών, Πατρών και Πελοποννήσου, και Πανεπιστήμια του Μόντρεαλ, Trent, Queen’s και Guelph του Καναδά).

Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στην πόλη της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής εποχής, σε ζητήματα κοινωνίας και διοίκησης του Βυζαντίου, και στην επιβίωση της αρχαιότητας στο Βυζάντιο.
Είναι συγγραφέας πλήθους άρθρων και τριών μονογραφιών και επιμελήτρια πολλών δημοσιευμάτων.

Υπότροφος του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Χάρβαρντ, συμμετείχε στη διοίκηση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως πρόεδρος του Καναδικού Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών, μέλος του Συμβουλίου του Καναδικού Μεσογειακού Ινστιτούτου, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, αναπληρώτρια πρόεδρος του Ινστιτούτου Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού στον Μυστρά και μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------

13/03/2013
ΜΑΡΙΑ ΛΕΟΝΤΣΙΝΗ
Ερευνήτρια (Γ') στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε
«Οι κήποι και η καθημερινή διαβίωση στο βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο»
Τα οπωροκηπευτικά μαζί με τα δημητριακά και τα όσπρια, αποτελούσαν απαραίτητα στοιχεία της καθημερινής διατροφής των Βυζαντινών. Κήποι με καλλιέργειες λαχανικών και οπωροφόρων δένδρων υπήρχαν στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, αλλά και εντός των τειχών τους και φυσικά στην ύπαιθρο εντός των αγροτικών οικισμών (ενθύρια περιβόλια) ή σε πιο απομακρυσμένες θέσεις (εξώθυρα ή εξωχώρια).

Κήποι υπήρχαν στα ιδιωτικά αγροκτήματα (αγρίδια) και στις σημαντικές γαιοκτησίες (προάστεια). Οι κήποι κάποιες φορές περιλάμβαναν αμπέλια (αμπελοκηποπεριβόλιον, κηπάμπελον, αμπελοπεριβόλιον), μαζί με καρποφόρα δένδρα (κηποπεριβόλια), που συχνά συνδυάζονταν με την φύτευση λαχανικών. Η τροφοδοσία των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας ήταν εξαρτημένη από την αγροτική παραγωγή της ενδοχώρας τους και την χωρίς κωλύματα διάθεση των προϊόντων της. Σε καταλόγους δημοτικών δασμών, αναγράφονται τιμές κηπευτικών, πράγμα που μαρτυρεί τη σημασία τους στις αγορές των αστικών κέντρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η «κηπουρική γεωργία» υπήρξε από τις πιο βασικές πλευρές της αγροτικής ζωής των Βυζαντινών και αναπτύχθηκε μαζί με άλλες μορφές αγροτικής παραγωγής με την εκχέρσωση και την αξιοποίηση ακαλλιέργητων εδαφών. Η περίφραξη των κήπων μαρτυρείται σε νομικές πηγές και οι ποικίλοι όροι που αναφέρονται σε αυτήν προβάλλουν την ανάγκη για την προστασία των καλλιεργειών από την συστηματική κτηνοτροφία και τις καταστροφές που μπορούσαν να επιφέρουν στις καλλιέργειες τα άγρια ζώα. Κείμενα, τα οποία προέρχονται από την αρχαιότητα, όπως τα Γεωπονικά και το Περί γεωργικών του Μιχαήλ Ψελλού, καθώς και αναφορές σχετικά με την δημιουργία κήπων ή την καλλιέργεια ορισμένων δένδρων αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση των μορφωμένων αριστοκρατών με την γεωργία, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έπαυαν να προβάλλουν την ενασχόληση με την κηπουρική ως αναγκαίο μέρος μιας ενάρετης ζωής.

Βιογραφικό σημείωμα
Είναι εντεταλμένη ερευνήτρια στο Πρόγραμμα: «Καθημερινός και Κοινωνικός Βίος των Βυζαντινών» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (I.Ι.E./E.I.E.).
Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1986). Έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris-I (D.E.A. en histoire byzantine, 1988) και στο Tμήμα Iστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών (διδακτορικό δίπλωμα, 2001). Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στις πολιτικές συμπεριφορές, στους θεσμούς και στη γλωσσική παράδοση στο Βυζάντιο. Παράλληλα, ασχολείται με τις υλικές όψεις του Βυζαντινού Πολιτισμού (τρόπος και μέσα διαβίωσης στο αστικό και αγροτικό περιβάλλον). Στο πλαίσιο των ερευνών της για την Ιστορική Γεωγραφία (οργάνωση του αστικού και αγροτικού χώρου στο Βυζάντιο, γεωπολιτικές ισορροπίες Ανατολής-Δύσης) έχει πρόσφατα ασχοληθεί με την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό και αγροτικό τοπίο και διδάξει σχετικά θέματα στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών (2009-2012).
-----------------------------------------------------------------------------------------------

13/03/2013
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Ερευνήτρια (Β') στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε
«Οπωρώνες και λαχανόκηποι στον βενετοκρατούμενο ελληνικό κόσμο»

Ως αντιπροσωπευτικός χώρος έρευνας επιλέχθηκε η πόλη του Χάνδακα και η μη προστατευμένη από τα τείχη ύπαιθρος γύρω από αυτή κατά το β΄ μισό του 16ου αι. και μετά, όταν  πραγματοποιήθηκαν τα μεγάλα οχυρωματικά έργα και οριστικοποιήθηκε η μορφή της πόλης. Από τις μαρτυρίες που εντοπίστηκαν συνάγεται ότι μικρής έκτασης λαχανόκηπους διέθεταν τα σπίτια, δίπλα σε εσωτερική αυλή, ενώ μεγαλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν σε ανοικτούς χώρους και κοντά σε εκκλησίες ή μοναστήρια της πόλης και του βούργου. Επειδή η απόληξη των κατοικημένων περιοχών βρισκόταν αρκετά πριν από τον οχυρωμένο περίβολο, τη ζώνη ανάμεσα σε αυτές και στην περίμετρο των τειχών καταλάμβαναν άχτιστα οικόπεδα, μύλοι και, κατά κύριο λόγο, λαχανόκηποι και οπωρώνες. Κηπευτικές καλλιέργειες εκτείνονταν και στις παρυφές της πόλης, στους λόφους Kατσαμπά και Mαρουλά, στις όχθες των δύο ποταμών της, του Γιόφυρου και του Kαρτερού, καθώς και στην ενδοχώρα της.

Η μελέτη συμβολαίων του 16ου και 17ου αι. και άλλων πηγών κατέδειξε ότι σημαντικά στοιχεία για τον χαρακτήρα των καλλιεργούμενων με λαχανικά και οπωρoφόρα δένδρα εκτάσεων είναι η ορολογία, με την οποία αποδίδονταν στις πηγές, καθώς και η θέση τους σε σχέση με τον οικισμένο χώρο. Από το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό αντλούνται αναλυτικές πληροφορίες για την έκταση, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την καλλιέργεια, τη λίπανση και την άρδευση των οπωρώνων και των λαχανόκηπων, αλλά και για τα είδη, τη φορολογία, τη μεταφορά και την πώληση των οπωρολαχανικών. Οι παραπάνω πληροφορίες διερευνώνται και σε συνάρτηση με άλλες παραμέτρους (διατροφικές συνήθειες των κατοίκων, φυσικές καταστροφές και επιδημίες).

Βιογραφικό σημείωμα
Πτυχιούχος του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Kρήτης και διδάκτορας του ίδιου Πανεπιστημίου. Υπήρξε υπότροφος-ερευνήτρια του Eλληνικού Iνστιτούτου Bυζαντινών και Mεταβυζαντινών Σπουδών Bενετίας. Από το 1988 εργάζεται στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (I.Ι.E./E.I.E.), όπου σήμερα είναι κύρια ερευνήτρια στο Πρόγραμμα «Βυζάντιο και Δύση». Έχει λάβει μέρος σε συνέδρια και έχει δημοσιεύσει μελέτες και άρθρα με αντικείμενο την οικονομία και κοινωνία του  βενετοκρατούμενου ελληνισμού.
----------------------------------------------------------------------------------------------

24/04/2013
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ
καθηγητής Αρχιτεκτονικής Σχολής
«Τοπίου προ-σχήματα»

Η διάλεξη παρουσιάζει το αποτέλεσμα της συνεργασίας δυο αρχιτεκτόνων του Κωνσταντίνου Μωραΐτη και του Γιώργου Νικόπουλου που επιχειρούν να προσεγγίσουν το θέμα τους ανάστροφα – κινούμενοι από τις νεότερες και πλησιέστερες σε εμάς εποχές προς τις παλαιότερες.

Αν οι πολιτισμοί που συνέθεσαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διερωτώνται οι εισηγητές, διέθεταν και γενικότερη τοπιακή θεώρηση και ειδικότερες τοπιακές ή κηποτεχνικές διαμορφώσεις, τότε τι αιτιολογεί την καθυστερημένη και σχετικά περιορισμένη διερεύνησή τους σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα;

Τι αιτιολογεί την εμμονή των νεότερων ερευνητών, σύμφωνα με την οποία η τοπιακή θεώρηση και ο τοπιακός σχεδιασμός αποτελούν ουσιαστικές κατακτήσεις της νεότερης δυτικής πολιτιστικής ωρίμανσης;

Τι την αιτιολογεί παραγνωρίζοντας τη σημασία της προηγούμενης εμπειρίας, των προηγούμενων τοπιακών «προ» - σχημάτων;

Τι ανατρέπει αυτήν την έντονα δυτικότροπη προσέγγιση;

Πώς μπορούμε να την κρίνουμε στο φως τόσο εκτεταμένων και πολλαπλής εφαρμογής τοπιακών παρεμβάσεων, όπως αυτές για παράδειγμα που αναδύονται από τα άσματα του Βασίλειου Διγενή Ακρίτη;

Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης είναι αρχιτέκτονας, Καθηγητής στη σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. και ο Γιώργος Νικόπουλος αρχιτέκτονας, μεταπτυχιακός σπουδαστής της ίδιας Σχολής. 

Εξειδικευμένοι και οι δυο στον κτηριακό σχεδιασμό στράφηκαν προς την περιοχή του τοπιακού ενδιαφέροντος, από σχεδιαστικές κατ’αρχάς διαθέσεις. Ανακάλυψαν έτσι την κεντρική θέση την οποία οι τοπιακές θεωρήσεις κατέχουν στον νεότερο δυτικό πολιτισμό και υποχρεώθηκαν σταδιακά, ο πρώτος ως διδάσκων ο δεύτερος ως μεταπτυχιακός ερευνητής, στην ιστορική και θεωρητική διερεύνησή τους. 

Στη διάλεξη που παρουσιάζεται μεταφέρεται, εκτός ακαδημαϊκού χώρου, η προσπάθεια διερεύνησης που ξεκίνησε στο πλαίσιο μαθημάτων της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. 

Στο πλαίσιο αυτό, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης διδάσκει, εκτός από μαθήματα κτηριακού σχεδιασμού, το προπτυχιακό μάθημα του σχεδιασμού Υπαίθριων Δημόσιων Χώρων όπως και το μεταπτυχιακό μάθημα «Ιστορίας και Θεωρίας του Τοπίου», με αντικείμενο την ανάπτυξη των θεωρήσεων του τοπίου από την Αναγέννηση και μετά.
--------------------------------------------------------------------------------------------
29/05/2013
ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ
δρ Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Προϊσταμένη του Τμήματος Συλλογής Μικροτεχνίας, Νομισμάτων, Υφασμάτων και Πινάκων (σε μουσαμά) του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου
«Παράδεισος και παράδεισοι»
Στη διάλεξη εξετάζονται αφενός ο τρόπος που, κατά τις διάφορες φάσεις των μέσων χρόνων, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον «κήπο της τρυφής» τοποθετημένο σε συγκεκριμένο σημείο της γης, ή στην ουράνια Ιερουσαλήμ, και αφετέρου τα φυσικά τοπία και οι κήποι που καλλιεργούνταν για βιοποριστικούς, φαρμακευτικούς και καλαισθητικούς σκοπούς.

Βιογραφικό σημείωμα
Η Έλενα Παπασταύρου απεφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε δύο διδακτορικές διατριβές στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικά και διεθνή Συνέδρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Μεσαιωνικής Τέχνης. Άρθρα της σχετικά με τη Βυζαντινή, Μεταβυζαντινή και Δυτική τέχνη, με έμφαση στη ζωγραφική της Βενετίας 13ου-15ου αιώνα είναι δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά όπως τα Cahiers Archéologiques, Cahiers Balkaniques, Byzantion, Byzantinische Zeitschrift, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Θησαυρίσματα, Zograf κ.ά.

Το 2007 κυκλοφόρησε βιβλίο της με θέμα: Recherche iconographique dans l’art byzantin et occidental du XIe au XVe siècle. L’Annonciation, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, αρ. 25, Βενετία. Ένα χρόνο αργότερα το ίδιο έργο τιμήθηκε με το «Έπαθλον Μαρίας Θεοχάρη» ως η καλύτερη μελέτη βυζαντινής και μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης για το 2007-2008.

Από το 1995, η Έ. Παπασταύρου εργάζεται στο ΒΧΜ, όπου, μεταξύ άλλων, έχει αναλάβει την επιμέλεια της Συλλογής Υφασμάτων, ενώ από τη θέση αυτή συμμετέχει ενεργά και στη διοργάνωση των εκθέσεων του Μουσείου. Εκτός των σποραδικών μελετών σχετικά με τα κοπτικά υφάσματα και τα κεντήματα Μεταβυζαντινής τέχνης, εκπονεί επιστημονικό κατάλογο με θέμα: «Κωνσταντινουπολίτικα χρυσοκεντήματα από τη Συλλογή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (17ος-19ος αιώνας)».

Είναι μέλος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΧΑΕ), της Επιστημονικής Επιτροπής Βυζαντινολόγων Ελλάδος και του ICOMOS.