Εργαστήριο Συντήρησης Εικόνων & Ξυλόγλυπτων

Ιστορία του εργαστηρίου

Η παράδοση στη συντήρηση των φορητών εικόνων του Μουσείου ξεκινά από τις αρχές του 20ού αιώνα. Με την ίδρυση του ΒΧΜ, εικόνες και ξυλόγλυπτα που για χρόνια φυλάσσονταν και λατρεύονταν στους ναούς ή σε ιδιωτικές συλλογές συγκεντρώθηκαν στο Μουσείο, όπου έγινε αμέσως φανερή η ανάγκη για τη συντήρησή τους. Ταλαιπωρημένες από τη χρήση, τοποθετημένες δίπλα σε καντήλια και κεριά, όπως συνηθίζεται στην Ορθόδοξη λατρεία, οι εικόνες είναι συνήθως καλυμμένες από ένα παχύ στρώμα αιθάλης και άλλους ρύπους.

Οι πρώτοι «επιδιορθωτές», καταξιωμένοι ζωγράφοι-αγιογράφοι της εποχής, αναλαμβάνουν να τις καλλωπίσουν. Προβαίνουν σε καθαρισμούς, συμπληρώνουν τις απώλειες του ζωγραφικού θέματος με μιμητικό τρόπο, φτάνουν ακόμα και στην πλαστογραφία, προσθέτοντας υπογραφές γνωστών δημιουργών.

Οι προσπάθειες συντήρησης εντατικοποιούνται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, αλλάζουν σταδιακά κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τη δεοντολογία και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η μεγάλη τομή πραγματοποιείται στη δεκαετία του 1960, όταν οι δύο πρώτοι επιστημονικά καταρτισμένοι Έλληνες συντηρητές εικόνων και τοιχογραφιών επιστρέφουν στην πατρίδα τους μετά από σπουδές στην Ιταλία. Ο Τάσος Μαργαριτώφ και στη συνέχεια ο Σταύρος Μπαλτογιάννης οργανώνουν το εργαστήριο συντήρησης εικόνας, εγκαινιάζουν το φωτογραφικό και ξυλουργικό τμήμα του Μουσείου, και ρίχνονται στη μάχη για να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες για τη συντήρηση των ζωγραφικών έργων στο ΒΧΜ, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα, στο Άγιον Όρος, στη μονή Σινά κ.ά.

Χάρη σε αυτούς τους δύο ανθρώπους η συστηματική-επιστημονική προσέγγιση της συντήρησης γίνεται πραγματικότητα. Οι παραδοσιακές μέθοδοι δίνουν τη θέση τους στην προσεκτική προκαταρκτική εξέταση, στη χρήση, έστω και περιορισμένη, στερεομικροσκοπίων, φωτογραφικών τεχνικών διάγνωσης, ακτινοδιάγνωσης κ.ά., με την παράλληλη γραπτή τεκμηρίωση των εργασιών συντήρησης η οποία ξεκίνησε συστηματικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Οι δύο συντηρητές αναλαμβάνουν επίσης το ρόλο του δασκάλου στη Σχολή Εκπαιδεύσεως Συντηρητών Αρχαίων που λειτούργησε επίσημα στο Μουσείο κατά τη διετία 1969-1971, σε μια προσπάθεια να καλυφθεί το τότε εκπαιδευτικό κενό στην Ελλάδα. Η πλούσια εμπειρία τους, που μεταδόθηκε με επιτυχία, διαμόρφωσε τους μαθητές και μετέπειτα συντηρητές των δεκαετιών του 1970 και του 1980.

 
Η συντήρηση

Το εργαστήριο συντήρησης εικόνων και ξυλογλύπτων, το παλαιότερο του ΒΧΜ και το πολυπληθέστερο σε ανθρώπινο δυναμικό, μέχρι σήμερα αναπτύσσει συνεχή και έντονη δραστηριότητα, καθώς διαχειρίζεται και φροντίζει μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες συλλογές του Μουσείου.

Η διαφορετική αντιμετώπιση κατά τη συντήρηση των εικόνων τόσο σε επίπεδο δεοντολογίας όσο και σε επίπεδο πρακτικής, σε συνδυασμό με τα νέα τεχνικά μέσα, οδηγούν σε πληθώρα «αποκαλύψεων» που ξεκινούν το 1960 και οι οποίες συντελούν καθοριστικά στη μελέτη των εικόνων και στην αναθεώρηση πολλών γνωστών έργων.

Ζωγραφικά στρώματα που υπήρχαν κάτω από άλλα νεότερα έρχονται στο φως με τη μέθοδο της αποκόλλησης. Αφαιρούνται επιζωγραφίσεις, διαπιστώνονται πλαστογραφήσεις ή εμφανίζονται υπογραφές γνωστών ζωγράφων μετά τους καθαρισμούς κ.ά. Οι εικόνες αλλάζουν μορφή και συχνά η νέα όψη τους οδηγεί στην εκ νέου χρονολόγησή τους.

Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεοντολογία και τις πρακτικές που εφαρμόζονται εδώ και τρεις δεκαετίες στο εργαστήριο είναι ο σεβασμός στην αυθεντικότητα των έργων, οι ήπιες επεμβάσεις και η χρήση αναστρέψιμων υλικών και τεχνικών συντήρησης. Στις μέρες μας η σημαντικότερη αλλαγή που έχει συντελεστεί είναι η ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στην τεκμηρίωση των εργασιών συντήρησης και στην έρευνα. Οι παλαιότερες μέθοδοι έδωσαν τη θέση τους σε ένα πιο ακριβή, ελεγχόμενο και κυρίως επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο εργασίας. Προς την κατεύθυνση της έρευνας το εργαστήριο έχει ήδη συμμετάσχει σε δύο πολύ σημαντικά ευρωπαϊκά προγράμματα, τα diARTgnosis και LASTOR.

Πιο συγκεκριμένα, στόχος του εργαστηρίου στα χρόνια που θα ακολουθήσουν είναι να θέσει τις βάσεις και να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες για την περαιτέρω έρευνα των έργων. Οι συντηρητές του εργαστηρίου αναμένεται να συγκεντρώσουν, να επεξεργαστούν και να αξιοποιήσουν όλα τα αρχεία του εργαστηρίου, από την ίδρυσή του έως σήμερα. Θα ολοκληρωθούν οι ειδικές ηλεκτρονικές βάσεις οι οποίες περιέχουν πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές συνθήκες φύλαξης των έργων, τα υλικά και τις μεθόδους συντήρησης που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, θα εξεταστούν η συμπεριφορά τους στο χρόνο και η αποτελεσματικότητα των προηγούμενων συντηρήσεων, με σκοπό την κριτική αξιολόγησή τους, και συνεπώς τη γενικότερη βελτίωση των μεθόδων συντήρησης.

  • Από το σχέδιο στην εικόνα
Παναγία Γλυκοφιλούσα, 18ος αι. (ΒΧΜ 14191). Κάτω από το συγκεκριμένο ζωγραφικό στρώμα αποκαλύφθηκε εικόνα του 12ου με το ίδιο θέμα. Χώρος έκθεσης: IV.3ε. Η πολυμορφία του 18ου αιώνα.
Παναγία Γλυκοφιλούσα, 12ος αι. (ΒΧΜ 984). Το συγκεκριμένο ζωγραφικό στρώμα αποκαλύφθηκε ύστερα από εργασίες συντήρησης σε νεότερη επιζωγράφιση. Χώρος έκθεσης: ΙΙ.3 Λατρεία και Τέχνη
Βημόθυρο από τη Μεσσήνη της Ιταλίας. Κάτω από νεότερο ζωγραφικό στρώμα αποκαλύφθηκε «Ο Ευαγγελισμός» που χρονολογείται στο β΄ μισό του 15ου αι. (ΒΧΜ 2022).
Εικόνα του Χριστού που έγινε αμφιπρόσωπη μετά την αποκάλυψη της πίσω όψης με τον φυλλοφόρο σταυρό (ΒΧΜ 991).
Εικόνα του Χριστού που έγινε αμφιπρόσωπη μετά την αποκάλυψη της πίσω όψης με τον φυλλοφόρο σταυρό (ΒΧΜ 991).
Μετά την αφαίρεση επιζωγραφίσεων από την εικόνα με θέμα «Τα Εισόδια της Θεοτόκου» (ΒΧΜ 13060) αποκαλύφθηκε η υπογραφή του κρητικού ζωγράφου Αγγέλου, του 15ου αι.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων (ΒΧΜ 13059). Αρχικά έφερε την υπογραφή Τζανκαρόλα. Μετά τη συντήρηση αποδείχτηκε πως πρόκειται για έργο του Αγγέλου, του 15ου αι.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, 15ος αι. (ΒΧΜ 13059). Λεπτομέρεια με την υπογραφή του Κρητικού ζωγράφου Αγγέλου.
Τα Εισόδια του Θεοτόκου. 15ος αι. (ΒΧΜ 13060). Λεπτομέρεια με την υπογραφή του Κρητικού ζωγράφου Αγγέλου.